Greek Meaning of inclemently
κακοκαιρία
Other Greek words related to κακοκαιρία
Nearest Words of inclemently
Definitions and Meaning of inclemently in English
inclemently (adv.)
In an inclement manner.
FAQs About the word inclemently
κακοκαιρία
In an inclement manner.
άχαρος,βροχερός,χιονισμένος,ταραγμένη,θυελλώδης,φάουλ,ριπώδης,βρώμικο,συννεφιασμένος,Ωμός
φωτεινό,σαφής,αίθριος,δίκαιο,ηλιόλουστος,χλιαρός,Ήρεμος,ήπιος,ειρηνικός,ήρεμος
inclement => βαρύς, inclemency => δυσμενείς καιρικές συνθήκες, inclemencies => κακοκαιρίες, incle => Δυσμενείς, inclave => θύλακας,