FAQs About the word blustery

θυελλώδης

blowing in violent and abrupt bursts, noisily domineering; tending to browbeat others

ανεμώδης,αέρας,ριπώδης,Ανεμώδης,ρεύμα,Όμβρος,θυελλώδης,καταιγιστικός

Ήρεμος,ακίνητος,ακόμα,Κομμένος η ανάσα

blusterous => θυελλώδης, blusteringly => βροντερός, blustering => αλαζονικός, blusterer => λα吹, blustered => φλυαρώ,