Greek Meaning of blusterous

θυελλώδης

Other Greek words related to θυελλώδης

Definitions and Meaning of blusterous in English

Wordnet

blusterous (s)

blowing in violent and abrupt bursts

Webster

blusterous (a.)

Inclined to bluster; given to blustering; blustering.

FAQs About the word blusterous

θυελλώδης

blowing in violent and abrupt burstsInclined to bluster; given to blustering; blustering.

αλαζόνας,θυελλώδης,καυχησιάρης, αλαζόνας,βομβαρδιστικός,φανφαρόνος,καυχησιολογία,καυχησιάρης,φαντασμένος,καυχησιάρης,εφησυχασμένος

διστακτικός,ταπεινός,σεμνός,ντροπαλός,μη διεκδικητικός,χωρίς εγωισμό,δυσαρεστημένος,ντροπαλός,προσγειωμένος,αυτοκατηγορούμενος

blusteringly => βροντερός, blustering => αλαζονικός, blusterer => λα吹, blustered => φλυαρώ, bluster => φαμφαρωνιά,