Greek Meaning of egoless
χωρίς εγωισμό
Other Greek words related to χωρίς εγωισμό
- διστακτικός
- ταπεινός
- σεμνός
- ντροπαλός
- μη διεκδικητικός
- Αυτοκριτικός
- ντροπαλός
- προσγειωμένος
- Εσωστρεφής
- αυτοκατηγορούμενος
- ντροπιασμένος
- μετριόφρων
- ανεπιτήδευτος
- ανασφαλής για τον εαυτό του
- αμφίθυμος
- αυτοκριτικός
- δυσαρεστημένος
- κόσμιος
- ποντίκι
- Τον ποντικό
- Υπερβολικά σεμνός
- συνταξιοδότηση
- συρρίκνωση
- ντροπαλός
- μη αλαζονικός
- σίγουρος
- εγωιστής
- εφησυχασμένος
- ματαιόδοξος
- συνεπακόλουθος
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- σημαντικός
- υπεροπτικός
- πομπώδης
- υπερήφανος
- υπερήφανος
- εγωιστής
- μάταιος
- μάταιος
- αλαζόνας
- θυελλώδης
- θυελλώδης
- καυχησιάρης, αλαζόνας
- βομβαρδιστικός
- καβαλάρης
- καυχησιάρης
- Υπερόπτης
- εγωιστής
- εγωιστής
- Εγωκεντρικός
- αυτάρεσκος
- Φιγουρατζής
- ανώτερος
- φαντασμένος
- αλαζονικός
- αλαζονικός
- αλαζονικός
- υποτιθέμενος
- φανφαρόνος
- καυχησιολογία
- καυχησιάρης
- φαντασμένος
- με στήθος
- περιφρονητικός
- φανταχτερός
- υπερόπτης
- θυμωμένος
- υπέροχος
- εύγενος
- αριστοτεχνικός
- αυταρχικός
- Ποντιφικός
- σίγουρος για τον εαυτό του
- διεκδικητικός
- Σνομπ
- σνομπ
- Αλαζόνας
- υποτιμητικός
- αλαζόνας
- υπερόπτης
- χαι-χατ
- αλαζονικός
- αλαζονικός
Nearest Words of egoless
- egocentricity => εγωκεντρισμός
- egging (on) => υποκίνηση (σε)
- eggheadedness => Νοημοσύνη
- eggheaded => αυγοκέφαλος
- egged (on) => παροτρύνω (κάποιος να κάνει κάτι)
- egg on one's face => Αβγό στο πρόσωπο
- egg (on) => αυγό (σε)
- efforts => προσπάθειες
- effluents => απόνερα
- efficiency apartments => Αποδοτικά διαμερίσματα
Definitions and Meaning of egoless in English
egoless
the one of the three divisions of the psyche in psychoanalytic theory that serves as the organized conscious mediator between the person and reality especially by functioning both in the perception of and adaptation to reality compare id, superego, the one of the three divisions of the psyche in psychoanalytic theory that serves as the organized conscious mediator between the person and reality especially by functioning both in the perception of and adaptation to reality compare id entry 1, superego, self-esteem sense 1, the conscious self, self-respect sense 1, the self especially as contrasted with another self or the world, self entry 2 sense 1, egotism sense 2, conceit sense 1
FAQs About the word egoless
χωρίς εγωισμό
the one of the three divisions of the psyche in psychoanalytic theory that serves as the organized conscious mediator between the person and reality especially
διστακτικός,ταπεινός,σεμνός,ντροπαλός,μη διεκδικητικός,Αυτοκριτικός,ντροπαλός,προσγειωμένος,Εσωστρεφής,αυτοκατηγορούμενος
σίγουρος,εγωιστής,εφησυχασμένος,ματαιόδοξος,συνεπακόλουθος,εγωιστικός,εγωιστικός,εγωιστικός,εγωιστικός,σημαντικός
egocentricity => εγωκεντρισμός, egging (on) => υποκίνηση (σε), eggheadedness => Νοημοσύνη, eggheaded => αυγοκέφαλος, egged (on) => παροτρύνω (κάποιος να κάνει κάτι),