Greek Meaning of high-and-mighty

υπερόπτης

Other Greek words related to υπερόπτης

Definitions and Meaning of high-and-mighty in English

Wordnet

high-and-mighty (s)

offensively self-assured or given to exercising usually unwarranted power

FAQs About the word high-and-mighty

υπερόπτης

offensively self-assured or given to exercising usually unwarranted power

αλαζόνας,υποτιθέμενος,αυταρχικός,φαντασμένος,καβαλάρης,με στήθος,κυρίαρχος,Αφέντης,Υπερόπτης,υψηλοπετών

ντροπαλός,ταπεινός,ταπεινός,σεμνός,ντροπιασμένος,ντροπαλός,ντροπαλός,ανεπιτήδευτος,συγκαταβατικός,συμβατός

high-altitude => υψηλού υψομέτρου, high wire => Υψηλή τάση, high wind => Ισχυρός άνεμος, high water => πλημμύρα, high up => ψηλά,