Greek Meaning of self-critical

Αυτοκριτικός

Other Greek words related to Αυτοκριτικός

Definitions and Meaning of self-critical in English

self-critical

inclined to find fault with oneself

FAQs About the word self-critical

Αυτοκριτικός

inclined to find fault with oneself

διστακτικός,ταπεινός,ντροπαλός,μη διεκδικητικός,χωρίς εγωισμό,αμφίθυμος,Εσωστρεφής,σεμνός,αυτοκατηγορούμενος,ντροπιασμένος

σίγουρος,εγωιστής,καυχησιάρης, αλαζόνας,εφησυχασμένος,ματαιόδοξος,συνεπακόλουθος,εγωιστικός,εγωιστικός,εγωιστικός,εγωιστικός

self-controlled => αυτοελεγχόμενος, εγκρατής, self-contentment => Αυτοπεποίθηση, self-contented => αυταρχικός, self-content => ικανοποιημένος με τον εαυτό του, self-containment => αυτονομία,