Greek Meaning of self-confidences

αυτοπεποίθηση

Other Greek words related to αυτοπεποίθηση

Definitions and Meaning of self-confidences in English

self-confidences

confidence in oneself and in one's powers and abilities

FAQs About the word self-confidences

αυτοπεποίθηση

confidence in oneself and in one's powers and abilities

διαβεβαίωση,Ψυχραιμία,εμπιστοσύνη,αυτοπεποίθηση,ψυχραιμία,Εγώ,υπερηφάνια,υπερηφάνεια,Αυτοεκτίμηση,Αυτοπεποίθηση

δυσπιστία,ανασφάλεια,ανησυχία,αμφιβολία,δυσπιστία,έλλειψη αυτοπεποίθησης,αυτοαμφιβολία

self-confession => εξομολόγηση, self-concerned => εγωιστής, self-concept => Αυτοαντίληψη, self-composedness => ψυχραιμία, self-composedly => ψύχραιμα,