Greek Meaning of self-distrust

έλλειψη αυτοπεποίθησης

Other Greek words related to έλλειψη αυτοπεποίθησης

Definitions and Meaning of self-distrust in English

Wordnet

self-distrust (n)

lack of self-confidence

Webster

self-distrust (n.)

Want of confidence in one' self; diffidence.

FAQs About the word self-distrust

έλλειψη αυτοπεποίθησης

lack of self-confidenceWant of confidence in one' self; diffidence.

δυσπιστία,ανασφάλεια,αυτοαμφιβολία,αμφιβολία,δυσπιστία,ανησυχία

ψυχραιμία,διαβεβαίωση,εφησυχασμός,Αυταρέσκεια,εμπιστοσύνη,Εγώ,Εγωισμός,εγωισμός,ύβρις,υπερβολική αυτοπεποίθηση

self-disgust => Αηδία για τον εαυτό, self-discovery => Αυτοανακάλυψη, self-disciplined => αυτοπειθαρχημένος, self-discipline => Αυτοπειθαρχία, self-direction => αυτοκαθορισμός,