Greek Meaning of self-directed

αυτοκατευθυνόμενος

Other Greek words related to αυτοκατευθυνόμενος

Definitions and Meaning of self-directed in English

Wordnet

self-directed (s)

(of persons) free from external control and constraint in e.g. action and judgment

FAQs About the word self-directed

αυτοκατευθυνόμενος

(of persons) free from external control and constraint in e.g. action and judgment

εφησυχασμένος,ματαιόδοξος,πομπώδης,υπερήφανος,εγωϊστικός,εγωιστής,εγωιστής,εγωιστικός,αυτάρεσκος,εγωιστής

αλτρουιστικός,Ευεργετικός,φιλάνθρωπος,φιλανθρωπικός,γενναιόδωρος,ανθρωπιστικός,γενναιόδωρος,φιλανθρωπικός,φιλανθρωπικός,ανιδιοτελής

self-digestion => αυτοπέψη, self-diffusive => αυτοδιάχυτο, self-devouring => αυτοκαταστροφικός, self-devotion => αυταπάρνηση, self-devotement => αυτοθυσία,