Greek Meaning of self-sacrificing

αυτάρεσκος

Other Greek words related to αυτάρεσκος

Definitions and Meaning of self-sacrificing in English

Wordnet

self-sacrificing (s)

willing to deprive yourself

Webster

self-sacrificing (a.)

Yielding up one's own interest, ffeelings, etc; sacrificing one's self.

FAQs About the word self-sacrificing

αυτάρεσκος

willing to deprive yourselfYielding up one's own interest, ffeelings, etc; sacrificing one's self.

αλτρουιστικός,φιλάνθρωπος,φιλανθρωπικός,ανθρωπιστικός,φιλανθρωπικός,ανιδιοτελής,Ευεργετικός,άφθονα,άφθονος,συμπονετικός

εγωκεντρικός,εγωιστής,φτηνός,τσιγκούνης,φειδωλός,φειδωλός,άσπλαχνος,εγωιστής,εγωιστικός,εγωιστής

self-sacrifice => αυτοθυσία, self-rule => Αυτοδιοίκηση, self-rising flour => Αλεύρι που φουσκώνει μόνο του, self-righteousness => αυτάρεσκος, self-righteously => επιτηδευμένα,