Greek Meaning of greathearted

μεγαλόκαρδος

Other Greek words related to μεγαλόκαρδος

Definitions and Meaning of greathearted in English

Wordnet

greathearted (s)

noble and generous in spirit

FAQs About the word greathearted

μεγαλόκαρδος

noble and generous in spirit

έντονος,γενναίος,γενναίος,ατρόμητος,γενναιοδωρος,ηρωικός,ηρωικός,γενναίος,περιπετειώδης,ανίκητος

ανήσυχος,ανήσυχος,προσεκτικός,προσεκτικός,κοτόπουλο,Δειλός,δειλός,διστακτικός,Δειλός,φοβισμένος

great-grandson => δισέγγονος, great-grandmother => Προγιαγιά, great-grandfather => προπάππους, great-granddaughter => Δισεγγονή, great-grandchild => δισέγγονος,