Greek Meaning of shocked

σοκαρισμένος

Other Greek words related to σοκαρισμένος

Definitions and Meaning of shocked in English

Wordnet

shocked (s)

struck with fear, dread, or consternation

Webster

shocked (imp. & p. p.)

of Shock

FAQs About the word shocked

σοκαρισμένος

struck with fear, dread, or consternationof Shock

έκπληκτος,τρομοκρατημένος,έκπληκτος,έκπληκτος (ek-pleek-tos),τρομοκρατημένος,έκπληκτη,έκπληκτος,φρίκη,έκπληκτος,έκπληκτος

αδιάφορος,ανεπίσημος,αδιάφορος,ατάραχος

shockdog => Σοκ σκύλου, shock-absorbent => αμορτισέρ, shockable => σοκαριστικός, shock wave => Κρουστικό κύμα, shock troops => Δυνάμεις κρούσης,