FAQs About the word shockingly

σοκαριστικά

extremely, very badly, so as to shock the feelings

καταπληκτικά,εκπληκτικά,Καταπληκτικά,εκπληκτικά,εκπληκτικά,απροσδόκητα,ξαφνικά,ασυνήθιστα,απροόπτως,σπάνια

συνήθως,αναμενόμενα,φανερά,συνήθως,Όπως ήταν αναμενόμενο

shocking => συγκλονιστικό, shock-headed => σοκ, shock-head => Σοκ-κεφάλι, shocker => σοκ, shocked => σοκαρισμένος,