FAQs About the word expectedly

αναμενόμενα

In conformity with expectation.

συνήθως,συνήθως,Όπως ήταν αναμενόμενο,φανερά

καταπληκτικά,εκπληκτικά,Καταπληκτικά,σοκαριστικά,εκπληκτικά,ξαφνικά,εκπληκτικά,απροσδόκητα,σπάνια,ασυνήθιστα

expected value => Αναμενόμενη τιμή, expected => αναμενόμενος, expectative => προσδοκώμενο, expectation => προσδοκία, expectantly => με προσδοκία,