Greek Meaning of expectorating
φτύσιμο
Other Greek words related to φτύσιμο
Nearest Words of expectorating
Definitions and Meaning of expectorating in English
expectorating (p. pr. & vb. n.)
of Expectorate
FAQs About the word expectorating
φτύσιμο
of Expectorate
φτύσιμο,αφρώδης,αφρίζοντας,πότισμα,ντρίμπλα,σιελόεις,σιελόρροος,σάλιασμα,σάλιο,σάλιο
εισπνοή,εμπνευσμένος,εισπνοή
expectorated => εκβηχθείσα, expectorate => αποβάλλω (φλέγματα), expectorant => αποχρεμπτικό, expective => αναμενόμενος, expectingly => προσδοκώντας,