Greek Meaning of expediential

εμπειρικός

Other Greek words related to εμπειρικός

Definitions and Meaning of expediential in English

Webster

expediential ()

Governed by expediency; seeking advantage; as an expediential policy.

FAQs About the word expediential

εμπειρικός

Governed by expediency; seeking advantage; as an expediential policy.

σκοπιμότητα,επιθυμητότητα,απολαυστικότητα,σκοπιμότητα,εφικτότητα,κρίση,φρόνηση,πλεονέκτημα,σκοπιμότητα,πρακτικότητα

μη πρακτικότητα,Απροσεξία,ακαταλληλότητα,Ανεπάρκεια,Ανοησία,Ανεπάρκεια,μη σκοπιμότητα,ασύνεση,αναντιστοιχία

expedient => πρόσφορος, expediency => σκοπιμότητα, expedience => σκοπιμότητα, expediate => επιταχύνω, expede => αποστέλλω,