Greek Meaning of feasibility

εφικτότητα

Other Greek words related to εφικτότητα

Definitions and Meaning of feasibility in English

Wordnet

feasibility (n)

the quality of being doable

Webster

feasibility (n.)

The quality of being feasible; practicability; also, that which is feasible; as, before we adopt a plan, let us consider its feasibility.

FAQs About the word feasibility

εφικτότητα

the quality of being doableThe quality of being feasible; practicability; also, that which is feasible; as, before we adopt a plan, let us consider its feasibil

δυνατότητα,δυνατότητα,λογικότητα,λογικότητα,βιωσιμότητα,αξιοπιστία,Σκοπιμότητα,πιθανότητα,πιθανοφάνεια,πιθανότητα

Ανεφάρμοστος,απίθανοτητα,απίθανο,αμφιβολία,Αμφιβολία,μη πρακτικότητα,απίθανο,απίθανο,απιστία

feasibilities => εφικtóτητες, fearsomely => φοβερά, fearsome => φοβερός, fearnaught => άφοβος, fearlessness => ανδρεία,