Greek Meaning of plausibleness
πιθανοφάνεια
Other Greek words related to πιθανοφάνεια
Nearest Words of plausibleness
Definitions and Meaning of plausibleness in English
plausibleness (n)
apparent validity
plausibleness (n.)
Quality of being plausible.
FAQs About the word plausibleness
πιθανοφάνεια
apparent validityQuality of being plausible.
αξιοπιστία,πιθανότητα,πιθανοφάνεια,πιθανότητα,Σκοπιμότητα,Ευθύνη,δυνατότητα,εφικτότητα,δυνατότητα,λογικότητα
απίθανοτητα,απίθανο,αμφιβολία,Αμφιβολία,Ανεφάρμοστος,μη πρακτικότητα,απίθανο,απίθανο,απιστία,απίστευτο
plausibleize => αληθοφανής, plausible => πιθανός, plausibility => πιθανοφάνεια, plaudits => επαίνους, plauditory => εγκωμιαστικός,