Greek Meaning of impracticality

μη πρακτικότητα

Other Greek words related to μη πρακτικότητα

Definitions and Meaning of impracticality in English

Wordnet

impracticality (n)

concerned with theoretical possibilities rather than actual use

FAQs About the word impracticality

μη πρακτικότητα

concerned with theoretical possibilities rather than actual use

αφέλεια,ειλικρίνεια,πρασινάδα,ιδεαλισμός,Ευχέρεια,αφέλεια,αφ ingenuousness,Φυσικότητα,Απλότητα,ειλικρίνεια

τεχνητότητα,απιστία,ατιμία,απιστία,Ανανδρεία,προσποίηση,επιτήδευση,προσοχή,προσοχή,Κυνισμός

impractical => Ανέφικτο, impracticably => ανεφάρμοστα, impracticableness => Ανέφικτο, impracticable => Ανεφάρμοστο, impracticability => Ανεφάρμοστος,