Greek Meaning of naturalness
Φυσικότητα
Other Greek words related to Φυσικότητα
- εγκαταλείπω
- εγκατάλειψη
- ενθουσιασμός
- Σποντανεϊκότητα
- θερμότητα
- ευκολία
- υπερβολή
- Ξενοιασιά
- πνεύμα
- αυθορμητισμός
- απεριόριστος
- Έλλειψη συγκράτησης
- ζήλος
- Ανεξέλεγκτο
- Ζήλος
- απροσεξία
- ανεπιτήδευτο
- περίσσεια
- υπερβολή
- Θέρμη
- ελεύθερο χέρι
- απροσεξία
- Αφέλεια
- Ακράτεια
- απροσεξία
- επιείκεια
- Απροσεξία
- ασυδοσία
- ακολασία
- επιτρεπτικότητα
- απερισκεψία
- απερισκεψία
- ασέλγεια
- αγριότητα
- φανατισμός
- παρορμητικότητα
- αδιαφορία
- Ζήλος
Nearest Words of naturalness
Definitions and Meaning of naturalness in English
naturalness (n)
the quality of being natural or based on natural principles
the quality of innocent naivete
the likeness of a representation to the thing represented
naturalness (n.)
The state or quality of being natural; conformity to nature.
FAQs About the word naturalness
Φυσικότητα
the quality of being natural or based on natural principles, the quality of innocent naivete, the likeness of a representation to the thing representedThe state
εγκαταλείπω,εγκατάλειψη,ενθουσιασμός,Σποντανεϊκότητα,θερμότητα,ευκολία,υπερβολή,Ξενοιασιά,πνεύμα,αυθορμητισμός
περιορισμός,Ντροπή,Αναστολή,καταστολή,εφεδρεία,συγκράτηση,εχεμύθεια,καταστολή,ανησυχία,προσοχή
naturally occurring => Φυσικά παραγόμενο, naturally => φυσικά, naturalizing => πολιτογράφηση, naturalized => πολιτογραφημένος, naturalize => πολιτογραφώ,