Greek Meaning of licentiousness
ακολασία
Other Greek words related to ακολασία
- διαφθορά
- κακός
- Ανηθικότητα
- ακολασία
- Αμαρτία
- αμαρτωλότητα
- Κακία
- διαφθορά
- εγκληματικότητα
- Διαφθορά
- ακολασία
- κακία
- άρρωστος
- αδικία
- Λιμπερτινισμός
- σπατάλη
- αντιπρόεδρος
- κακία
- βδέλυγμα
- ανάθεμα
- κακός
- Ευτέλεια
- εξευτελισμός
- εκφυλισμός
- εκφυλισμός
- διαβολία
- διαβολιά
- βρωμιά
- διάλυση
- Κακία
- Φρικαλεότητα
- ασέλγεια
- ακολασία
- ασέλγεια
- χαλαρότητα
- φθειρίαση
- ταπεινότητα
- κακία
- Εκτροπή
- Ταμπού
- Ταμπού
- Κακία
- Αδίστακτος
- κακία
- Τρομερότητα
- Κακία
- Κακία
- ασέλγεια
- δυστυχία
- λάθος
- διαβολικότητα
- αδικία
Nearest Words of licentiousness
- licentiously => άσεμνα
- licentious => άσεμνος
- licentiate => πτυχιούχος
- licensure => Άδεια άσκησης επαγγέλματος
- licensing fee => τέλος άδειας
- licensing agreement => συμφωνία αδειοδότησης
- licensing => αδειοδότηση
- licenser => ο χορηγός της άδειας
- licensee => κάτοχος άδειας
- licensed practical nurse => Νοσηλευτής πρακτικής άσκησης με άδεια
Definitions and Meaning of licentiousness in English
licentiousness (n)
the quality of being lewd and lascivious
dissolute indulgence in sensual pleasure
FAQs About the word licentiousness
ακολασία
the quality of being lewd and lascivious, dissolute indulgence in sensual pleasure
διαφθορά,κακός,Ανηθικότητα,ακολασία,Αμαρτία,αμαρτωλότητα,Κακία,διαφθορά,εγκληματικότητα,Διαφθορά
ηθική,ευθύτητα,δεξιά,αρετή,αγνότητα,καλός,καλοσύνη,ειλικρίνεια,τιμή,αθωότητα
licentiously => άσεμνα, licentious => άσεμνος, licentiate => πτυχιούχος, licensure => Άδεια άσκησης επαγγέλματος, licensing fee => τέλος άδειας,