Greek Meaning of licensee
κάτοχος άδειας
Other Greek words related to κάτοχος άδειας
Nearest Words of licensee
- licensed practical nurse => Νοσηλευτής πρακτικής άσκησης με άδεια
- licensed => αδειοδοτημένος
- license tax => Άδεια κυκλοφορίας
- license plate => πινακίδα κυκλοφορίας
- license number => αριθμός άδειας
- license fee => τέλη άδειας
- license => άδεια
- licensable => Πρόσφορο για άδεια
- licenced => αδειοδοτημένο
- licence => άδεια
Definitions and Meaning of licensee in English
licensee (n)
someone to whom a license is granted
licensee (n.)
The person to whom a license is given.
FAQs About the word licensee
κάτοχος άδειας
someone to whom a license is grantedThe person to whom a license is given.
εκδοχέας,υποψήφιος,κάτοχος άδειας,διοριζόμενος,εξουσιοδοτημένη οντότητα,πτυχιούχος,υποψήφιος,πράκτορας,επιλογή,αντιπρόσωπος
No antonyms found.
licensed practical nurse => Νοσηλευτής πρακτικής άσκησης με άδεια, licensed => αδειοδοτημένος, license tax => Άδεια κυκλοφορίας, license plate => πινακίδα κυκλοφορίας, license number => αριθμός άδειας,