Greek Meaning of licentiously

άσεμνα

Other Greek words related to άσεμνα

Definitions and Meaning of licentiously in English

Wordnet

licentiously (r)

in a licentious and promiscuous manner

FAQs About the word licentiously

άσεμνα

in a licentious and promiscuous manner

ζεστό,παθιασμένος,διεγερμένος,επιθυμητικός,ενθουσιασμένος,αίγειος,Κέρατο,ανήθικος,φαγούρα,ερωτικός

Άγαμος,αγνός,αξιοπρεπής,κρύο,άμωμος,σεμνός,μοναστικός,ηθικός,καθαρός,ενάρετος

licentious => άσεμνος, licentiate => πτυχιούχος, licensure => Άδεια άσκησης επαγγέλματος, licensing fee => τέλος άδειας, licensing agreement => συμφωνία αδειοδότησης,