Greek Meaning of satyric
σατιρικός, -ή, -ό
Other Greek words related to σατιρικός, -ή, -ό
- ζεστό
- παθιασμένος
- διεγερμένος
- επιθυμητικός
- ενθουσιασμένος
- αίγειος
- Κέρατο
- ανήθικος
- φαγούρα
- ερωτικός
- άσεμνος
- Ολισθηρός
- Ολισθηρός
- καυλιάρης
- Φριβολος
- αυθαίρετος
- κατευνασμένος
- διεφθαρμένος
- παρακμιακός
- εκφυλισμένος
- Υποβαθμισμένο
- Αποθαρρυμένος
- διεστραμμένος
- διασκορπισμένος
- διεφθαρμένος
- εύκολος
- γρήγορος
- απρεπής
- χαλαρός
Nearest Words of satyric
Definitions and Meaning of satyric in English
satyric (a)
of or relating to or having the characteristics of a satyr
satyric (a.)
Alt. of Satyrical
FAQs About the word satyric
σατιρικός, -ή, -ό
of or relating to or having the characteristics of a satyrAlt. of Satyrical
ζεστό,παθιασμένος,διεγερμένος,επιθυμητικός,ενθουσιασμένος,αίγειος,Κέρατο,ανήθικος,φαγούρα,ερωτικός
Άγαμος,αγνός,αξιοπρεπής,κρύο,άμωμος,σεμνός,μοναστικός,μοναστικός,ηθικός,καθαρός
satyriasis => σατυρίαση, satyr play => Σατυρικό δράμα, satyr orchid => ορχιδέα σάτυρος, satyr => σάτυρος, satyendra nath bose => Σατιέντρα Νατ Μπος,