Greek Meaning of lubricious

Ολισθηρός

Other Greek words related to Ολισθηρός

Definitions and Meaning of lubricious in English

Wordnet

lubricious (s)

having a smooth or slippery quality

characterized by lust

FAQs About the word lubricious

Ολισθηρός

having a smooth or slippery quality, characterized by lust

ζεστό,ερωτικός,παθιασμένος,επιθυμητικός,αίγειος,Κέρατο,φαγούρα,άσεμνος,χαλαρός,καυλιάρης

Άγαμος,αγνός,αξιοπρεπής,κρύο,άμωμος,σεμνός,ηθικός,καθαρός,ενάρετος,αθώος

lubricator => Λιπαντικό, lubrication => λίπανση, lubricating system => Σύστημα λίπανσης, lubricating substance => Λιπαντική ουσία, lubricating oil => Λιπαντικό λάδι,