FAQs About the word lubrication

λίπανση

the condition of having been made smooth or slippery by the application of a lubricant, an application of a lubricant to somethingThe act of lubricating; the ac

λιπαρότητα,λάδι,λούζω,ολισθηρός,μουλιάζω,πλύσιμο,κερί,βρεγμένος,μουλιάζει,ραβδοσκοπία

τραχύς,τραχύς,Κοκκίνισμα,Αφυδατώνω,ξηρός,σοτάρω,ξεραίνω

lubricating system => Σύστημα λίπανσης, lubricating substance => Λιπαντική ουσία, lubricating oil => Λιπαντικό λάδι, lubricated => λιπασμένος, lubricate => λιπαίνω,