Greek Meaning of chaste
αγνός
Other Greek words related to αγνός
- Καθαρός
- άμωμος
- σεμνός
- καθαρός
- αξιοπρεπής
- ευπρεπής
- αμόλυντος
- Εστιάδα
- παρθένος
- παρθενικός
- Κατάλληλη για όλες τις ηλικίες
- Καλλιεργούμενος
- ακίνδυνος
- αθώος
- ακίνδυνος
- ακίνδυνος
- λευκό σαν κρίνο
- κατάλληλος
- εκλεπτυσμένος
- πρέπουσα
- άψογος
- ανοξείδωτο
- Γεύση
- Άψογος
- αμόλυντος
- αμόλυντος
- ακηλίδωτος
- χωρίς λεκέδες
- Αμόλυντος
- ακηλίδωτος
Nearest Words of chaste
Definitions and Meaning of chaste in English
chaste (a)
morally pure (especially not having experienced sexual intercourse)
chaste (s)
pure and simple in design or style
abstaining from unlawful sexual intercourse
chaste (a.)
Pure from unlawful sexual intercourse; virtuous; continent.
Pure in thought and act; innocent; free from lewdness and obscenity, or indecency in act or speech; modest; as, a chaste mind; chaste eyes.
Pure in design and expression; correct; free from barbarisms or vulgarisms; refined; simple; as, a chaste style in composition or art.
Unmarried.
FAQs About the word chaste
αγνός
morally pure (especially not having experienced sexual intercourse), pure and simple in design or style, abstaining from unlawful sexual intercoursePure from un
Καθαρός,άμωμος,σεμνός,καθαρός,αξιοπρεπής,ευπρεπής,αμόλυντος,Εστιάδα,παρθένος,παρθενικός
Χοντρός,Βρόμικος,άσεμνος,Ακάθαρτος,απρεπής,άσεμνος,άσεμνος,λερωμένος,Λεκιασμένος,άσεμνος
chast => αγνός, chassis => Σασί, chassidism => χασσσισμός, chassidim => Χασιδίμ, chassidic => hasidico,