Greek Meaning of vestal
Εστιάδα
Other Greek words related to Εστιάδα
- αγνός
- Καθαρός
- άμωμος
- καθαρός
- αξιοπρεπής
- ευπρεπής
- σεμνός
- ανοξείδωτο
- ακηλίδωτος
- αμόλυντος
- παρθένος
- παρθενικός
- Καλλιεργούμενος
- ακίνδυνος
- αθώος
- ακίνδυνος
- ακίνδυνος
- λευκό σαν κρίνο
- κατάλληλος
- εκλεπτυσμένος
- πρέπουσα
- άψογος
- Γεύση
- Άψογος
- αμόλυντος
- αμόλυντος
- χωρίς λεκέδες
- Αμόλυντος
- ακηλίδωτος
- Κατάλληλη για όλες τις ηλικίες
Nearest Words of vestal
Definitions and Meaning of vestal in English
vestal (n)
a chaste woman
vestal (a)
of or relating to Vesta
vestal (s)
in a state of sexual virginity
vestal (a.)
Of or pertaining to Vesta, the virgin goddess of the hearth; hence, pure; chaste.
A virgin consecrated to Vesta, and to the service of watching the sacred fire, which was to be perpetually kept burning upon her altar.
A virgin; a woman pure and chaste; also, a nun.
FAQs About the word vestal
Εστιάδα
a chaste woman, of or relating to Vesta, in a state of sexual virginityOf or pertaining to Vesta, the virgin goddess of the hearth; hence, pure; chaste., A virg
αγνός,Καθαρός,άμωμος,καθαρός,αξιοπρεπής,ευπρεπής,σεμνός,ανοξείδωτο,ακηλίδωτος,αμόλυντος
Χοντρός,Βρόμικος,άσεμνος,Ακάθαρτος,απρεπής,άσεμνος,άσεμνος,λερωμένος,Λεκιασμένος,άσεμνος
vesta => Εστία, vest pocket => τσέπη γιλέκου, vest => γιλέκο, vessignon => vessignon, vessicnon => -,