Greek Meaning of undefiled

αμόλυντος

Other Greek words related to αμόλυντος

Definitions and Meaning of undefiled in English

Wordnet

undefiled (s)

free from stain or blemish

(of language) not having its purity or excellence debased

FAQs About the word undefiled

αμόλυντος

free from stain or blemish, (of language) not having its purity or excellence debased

αμετάβλητο,Άψογος,αμόλυντος,Άθικτος,αβλαβής,αβλαβής,αβλαβής,αλώβητος,άθικτος,Αμόλυντος

μολυσμένος,σπασμένο,Μώλωπας,Μολυσμένος,κατεστραμμένος,βεβηλωμένος,παραμορφωμένο,ξεθωριασμένος,πόνος,εξασθενημένος

undeferential => αγενής, undefended => απροστάτευτος, undefendable => αμυντικός, undefeated => αήττητος, undefeasible => Αδιαμφισβήτητος,