Greek Meaning of stale

μπαγιάτικος

Other Greek words related to μπαγιάτικος

Definitions and Meaning of stale in English

Wordnet

stale (v)

urinate, of cattle and horses

Wordnet

stale (a)

lacking freshness, palatability, or showing deterioration from age

Wordnet

stale (s)

lacking originality or spontaneity; no longer new

FAQs About the word stale

μπαγιάτικος

urinate, of cattle and horses, lacking freshness, palatability, or showing deterioration from age, lacking originality or spontaneity; no longer new

κλισέ,Τριμμένο,στερεότυπος,κουρασμένος,κοινότοπος,βαρετό,χαρτόνι,κλισέ,Ως τον ιστό αράχνης,συνηθισμένος

φρέσκος,νέος,μυθιστόρημα,πρωτότυπο,απορροφητικός,κινούμενος,ενεργειακός,Συμμετοχικός,απορροφητικός,αναζωογονητικός

stalagmite => Σταλαγμίτης, stalactite => Σταλακτίτης, stakes => πάσσαλοι, stakeout => παρακολούθηση, stake race => ιπποδρομία,