Greek Meaning of stakes
πάσσαλοι
Other Greek words related to πάσσαλοι
Nearest Words of stakes
Definitions and Meaning of stakes in English
stakes (n)
the money risked on a gamble
FAQs About the word stakes
πάσσαλοι
the money risked on a gamble
συμφέροντα,μετοχές,αξιώσεις,ιδιοκτησίες,συνεργασίες,μέρη,Συνιδιοκτησία,ιδιοκτησίες,τίτλοι
αποσύρει τη χρηματοδότηση
stakeout => παρακολούθηση, stake race => ιπποδρομία, stake driver => πασσαλόπηκτρο, stake => μερίδιο, stairwell => κλιμακοστάσιο,