Greek Meaning of cookie cutter

κουπ πατ

Other Greek words related to κουπ πατ

Definitions and Meaning of cookie cutter in English

Wordnet

cookie cutter (n)

a kitchen utensil used to cut a sheet of cookie dough into desired shapes before baking

Wordnet

cookie cutter (s)

having the same appearance (as if mass-produced)

FAQs About the word cookie cutter

κουπ πατ

a kitchen utensil used to cut a sheet of cookie dough into desired shapes before baking, having the same appearance (as if mass-produced)

συμβατικός,παράγωγος,στερεότυπος,κοινότοπος,βαρετό,κονσέρβα,χαρτόνι,κλισέ,συνηθισμένος,χάκινγκ

απορροφητικός,κινούμενος,άτυπος,ενεργειακός,Συμμετοχικός,απορροφητικός,συναρπαστικός,εξαιρετικός,ενδιαφέρον,συναρπαστικό

cookie => Μπισκότο, cookhouse => κουζίνα, cookfire => Μαγειρική φωτιά, cookery book => Βιβλίο μαγειρικής, cookery => μαγειρική,