Greek Meaning of obligatory
Υποχρεωτικός
Other Greek words related to Υποχρεωτικός
Nearest Words of obligatory
Definitions and Meaning of obligatory in English
obligatory (a)
morally or legally constraining or binding
obligatory (s)
required by obligation or compulsion or convention
obligatory (a.)
Binding in law or conscience; imposing duty or obligation; requiring performance or forbearance of some act; -- often followed by on or upon; as, obedience is obligatory on a soldier.
FAQs About the word obligatory
Υποχρεωτικός
morally or legally constraining or binding, required by obligation or compulsion or conventionBinding in law or conscience; imposing duty or obligation; requiri
υποχρεωτικό,ο κάτοχος,Υποχρεωτικό,απαραίτητος,απαιτούμενο,επιτακτικός,ακούσιος,αναγκαίος,προϋπόθεση,επείγον
διακριτικός,προαιρετικό,προαιρετικό,περιττός,εθελοντικός,ανεπιθύμητο,επιλεγμένος,Περιττός,Ασημαντος,ασήμαντος
obligatoriness => υποχρεωτικότητα, obligatorily => υποχρεωτικά, obligato => Υποχρεωτικό, obligational => Υποχρεωτικός, obligation => υποχρέωση,