Greek Meaning of obliger

υποχρεώνω

Other Greek words related to υποχρεώνω

Definitions and Meaning of obliger in English

Wordnet

obliger (n)

someone who performs a service or does a favor

Webster

obliger (n.)

One who, or that which, obliges.

FAQs About the word obliger

υποχρεώνω

someone who performs a service or does a favorOne who, or that which, obliges.

φιλοξενώ,κατευνάζω,Βοήθεια,ευχαρίστηση,χάρη,βοήθεια,κακομαθαίνω,παρακαλω,ικανοποιώ,βοήθεια

ενοχλώ,Βάρος,απογοητεύω,προσβάλω,ενοχλώ,Ενόχληση,πρόβλημα,ζυγίζω,περιορίζω,Έρημος

obligement => υποχρέωση, obligee => Δικαιούχος, obliged => υποχρεωμένος, oblige => υποχρεώνω, obligatory => Υποχρεωτικός,