Greek Meaning of obligingly
ευχαρίστως
Other Greek words related to ευχαρίστως
Nearest Words of obligingly
- obligingness => ευσυνειδησία
- obligor => οφειλέτης
- obliquation => λοξότητα
- oblique => λοξός
- oblique angle => Λοξή γωνία
- oblique bandage => Λοξός επίδεσμος
- oblique case => Πτώση λοξή
- oblique triangle => λοξός τρίγωνο
- oblique vein of the left atrium => Πλάγια φλέβα του αριστερού κόλπου
- oblique-angled => Λοξό
Definitions and Meaning of obligingly in English
obligingly (r)
in accommodation
FAQs About the word obligingly
ευχαρίστως
in accommodation
ευχαρίστως,εθελοντικά,εναλλάξ,επιθυμητά,είτε,αντί,εύκολα,επιθυμητά,εναλλακτικά,εκλεκτικά
ακούσια,Απρόθυμα,απρόθυμα,με τη βία
obliging => προθυμος, obliger => υποχρεώνω, obligement => υποχρέωση, obligee => Δικαιούχος, obliged => υποχρεωμένος,