Greek Meaning of desirably
επιθυμητά
Other Greek words related to επιθυμητά
Nearest Words of desirably
Definitions and Meaning of desirably in English
desirably (adv.)
In a desirable manner.
FAQs About the word desirably
επιθυμητά
In a desirable manner.
ευχαρίστως,προαιρετικά,κατά προτίμηση,εθελοντικά,επιθυμητά,εναλλάξ,εναλλακτικά,είτε,εκλεκτικά,αντί
με τη βία,ακούσια,Απρόθυμα,απρόθυμα
desirableness => απολαυστικότητα, desirable => επιθυμητός, desirability => επιθυμητότητα, desipramine => Ντεσιπραμίνη, desinential => καταληκτικός,