FAQs About the word desirably

επιθυμητά

In a desirable manner.

ευχαρίστως,προαιρετικά,κατά προτίμηση,εθελοντικά,επιθυμητά,εναλλάξ,εναλλακτικά,είτε,εκλεκτικά,αντί

με τη βία,ακούσια,Απρόθυμα,απρόθυμα

desirableness => απολαυστικότητα, desirable => επιθυμητός, desirability => επιθυμητότητα, desipramine => Ντεσιπραμίνη, desinential => καταληκτικός,