FAQs About the word unwillingly

απρόθυμα

in an unwilling manner

ακούσια,Απρόθυμα,με τη βία

είτε,πρώτο,αντί,κατά προτίμηση,μάλλον,εύκολα,σύντομα,πρόθυμα,εναλλάξ,εναλλακτικά

unwilling => απρόθυμος, unwilled => ακούσιος, unwill => δεν θέλω, unwild => ήμερος, unwholesomeness => ανθυγιεινότητα,