FAQs About the word unwhole

ανολοκλήρωτος

Not whole; unsound.

No synonyms found.

No antonyms found.

unwemmed => άμωμος, unwellness => αδιαθεσία, unweldy => Δυσκίνητος, unweld => αποσυγκόλλητος, unwelcome person => Ανεπιθύμητο πρόσωπο,