Greek Meaning of unwellness
αδιαθεσία
Other Greek words related to αδιαθεσία
- αδυναμία
- παρακμή
- Αδυναμία
- Λοίμωξη
- χωλότητα
- αδιαθεσία
- Νοσηρότητα
- ανθυγιεινότητα
- ασθένεια
- περίπου
- μόλυνση
- νόσος
- επιδημία
- κατάλληλο
- ασθένεια
- ασθένεια
- Ασθένεια
- ερώτηση
- πανούκλα
- πιπ
- πανούκλα
- ξόρκι
- αδυναμία
- αγάπη
- ασθένεια
- Επιπλοκή
- συνθήκη
- Μεταδοτική νόσος
- μόλυνση
- διαταραχή
- τσίμπαρο
- Πυρετός
- άρρωστος
- ασθένεια
- παράσιτο
- Νόσος
Nearest Words of unwellness
Definitions and Meaning of unwellness in English
unwellness (n)
impairment of normal physiological function affecting part or all of an organism
unwellness (n.)
Quality or state of being unwell.
FAQs About the word unwellness
αδιαθεσία
impairment of normal physiological function affecting part or all of an organismQuality or state of being unwell.
αδυναμία,παρακμή,Αδυναμία,Λοίμωξη,χωλότητα,αδιαθεσία,Νοσηρότητα,ανθυγιεινότητα,ασθένεια,περίπου
Υγεία,ευεξία,Φυσική κατάσταση,Ανθεκτικότητα,υγεία,ολότητα,υγεία,κατάσταση,υγεία,εγκάρδιος
unweldy => Δυσκίνητος, unweld => αποσυγκόλλητος, unwelcome person => Ανεπιθύμητο πρόσωπο, unwelcome guest => Ανεπιθύμητος επισκέπτης, unwelcome => Ανεπιθύμητος,