Greek Meaning of heartiness
εγκάρδιος
Other Greek words related to εγκάρδιος
Nearest Words of heartiness
- heartland => καρδιά
- heartleaf => Καρδιάφυλλο
- heart-leaf => καρδιοειδές
- heartleaf arnica => Βοτανάτσαρι καρδιοφύλλου
- heartleaf manzanita => Ματζανίτα με φύλλα σαν καρδιά
- heart-leaved aster => Αστέρι καρδιοειδές
- heartless => άκαρδος
- heartlessly => απάνθρωπα
- heartlessness => σκληρότητα
- heartlet => καρδούλα
Definitions and Meaning of heartiness in English
heartiness (n)
active strength of body or mind
the quality of hearty sincerity
FAQs About the word heartiness
εγκάρδιος
active strength of body or mind, the quality of hearty sincerity
ευκινησία,Φυσική κατάσταση,Υγεία,υγεία,Ανθεκτικότητα,υγεία,αντοχή,δύναμη,Πράσινο,ζωντάνια
ασθένεια,Νόσος,ασθένεια,συνθήκη,αδυναμία,νόσος,διαταραχή,Αδυναμία,ασθένεια,χωλότητα
heartily => θερμότατα, hearties => εγκάρδιος, hearthstone => εστία, hearthrug => Εστιακό χαλί, heart-healthy => υγιεινός για την καρδιά,