Greek Meaning of heartiness

εγκάρδιος

Other Greek words related to εγκάρδιος

Definitions and Meaning of heartiness in English

Wordnet

heartiness (n)

active strength of body or mind

the quality of hearty sincerity

FAQs About the word heartiness

εγκάρδιος

active strength of body or mind, the quality of hearty sincerity

ευκινησία,Φυσική κατάσταση,Υγεία,υγεία,Ανθεκτικότητα,υγεία,αντοχή,δύναμη,Πράσινο,ζωντάνια

ασθένεια,Νόσος,ασθένεια,συνθήκη,αδυναμία,νόσος,διαταραχή,Αδυναμία,ασθένεια,χωλότητα

heartily => θερμότατα, hearties => εγκάρδιος, hearthstone => εστία, hearthrug => Εστιακό χαλί, heart-healthy => υγιεινός για την καρδιά,