Greek Meaning of heartfelt
εγκάρδιος
Other Greek words related to εγκάρδιος
Nearest Words of heartfelt
Definitions and Meaning of heartfelt in English
heartfelt (s)
sincerely earnest
heartfelt (a.)
Hearty; sincere.
FAQs About the word heartfelt
εγκάρδιος
sincerely earnestHearty; sincere.
γνήσιος,ειλικρινής,ειλικρινής,αυθεντικός,ειλικρινής,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,ανεπηρέαστος,ατέχναστος,γενναιόδωρος,αφελής
πληγμένος,τεχνητός,ΨΕΥΔΕΣ,προσποιημένος,Ανανδρος,ύπουλα,αλευρώδης,λιπαρός,Διπλωματία,Αριστερόχειρας
heartening => ενθαρρυντικός, heartener => ενθαρρυντικός, hearten => ενθαρρύνω, heartedness => εγκάρδιος, hearted => ζεστόκαρδος,