Greek Meaning of backhanded
ύπουλα
Other Greek words related to ύπουλα
- διπλό
- ψεύτικος
- κούφιος
- Ανανδρος
- χείλος
- άνευ σημασίας
- ψεύτικος
- προσποιημένος
- τεταμένος
- επιφανειακός
- πληγμένος
- τεχνητός
- υποθετικός
- προσχηματικός
- πλαστό
- ανέντιμος
- Διπλωματία
- Διπρόσωπος
- προσποιημένος
- εξαναγκαστικός
- διπρόσωπος
- μιλάω
- Αριστερόχειρας
- αλευρώδης
- μελόδραμα
- μηχανικό
- ψεύτικη
- ευσεβής
- Δίπρόσωπος
- λιπαρός
- αφύσικος
- ΨΕΥΔΕΣ
- Πεκνιφιανός
- μαλακίες
- ψεύτικος-μαϊμού
- ψεύτικος
- κατασκήνωση
- κεκλιμένος
- ανοησίες
- Δολερός
- ύπουλος
- άδειος
- ειρωνικός
- εύκολος
- εύγλωττος
- αστείος, ειρωνικός
- φαρισαϊκός
- βάζω
- υποκριτής
- Αυτοδικαιωμαικός
- απάτη
- εξομοιωμένο
- ειρωνικός
- ψευδής
Nearest Words of backhanded
- backhand stroke => μπάκχαντ
- backhand shot => Μπάκχαντ
- backhand drive => Αριστερό drive
- backhand => μπάκχαντ
- backgrounding => φόντο
- backgrounder => Πληροφορίες Υποβάθρου
- background signal => Σήμα παρασκηνίου
- background radiation => ακτινοβολία φόντου
- background processing => επεξεργασία στο παρασκήνιο
- background noise => Θόρυβος παρασκηνίου
Definitions and Meaning of backhanded in English
backhanded (a)
(of racket strokes) made across the body with back of hand facing direction of stroke
backhanded (s)
roundabout or ambiguous
backhanded (a.)
With the hand turned backward; as, a backhanded blow.
Indirect; awkward; insincere; sarcastic; as, a backhanded compliment.
Turned back, or inclining to the left; as, a backhanded letters.
FAQs About the word backhanded
ύπουλα
(of racket strokes) made across the body with back of hand facing direction of stroke, roundabout or ambiguousWith the hand turned backward; as, a backhanded bl
διπλό,ψεύτικος,κούφιος,Ανανδρος,χείλος,άνευ σημασίας,ψεύτικος,προσποιημένος,τεταμένος,επιφανειακός
ατέχναστος,ειλικρινής,άμεσο,γνήσιος,εγκάρδιος,ειλικρινής,ειλικρινής,ειλικρινής,ειλικρινής,ειλικρινής
backhand stroke => μπάκχαντ, backhand shot => Μπάκχαντ, backhand drive => Αριστερό drive, backhand => μπάκχαντ, backgrounding => φόντο,