Greek Meaning of contrived

προσχηματικός

Other Greek words related to προσχηματικός

Definitions and Meaning of contrived in English

Wordnet

contrived (s)

showing effects of planning or manipulation

artificially formal

FAQs About the word contrived

προσχηματικός

showing effects of planning or manipulation, artificially formal

πληγμένος,τεχνητός,υπερβολικός,ψεύτικος,εξαναγκαστικός,μηχανικό,κοροϊδεύω,ψευδο-,εξομοιωμένο,τεταμένος

ατέχναστος,αυθεντικός,καλή τη πίστει,γνήσιος,φυσικός,πραγματικός,ρεαλιστικός,δεξιά,αυθόρμητος,ανεπηρέαστος

contrive => Επινοώ, contrivance => συσκευή, contrition => μετάνοια, contriteness => συντριβή, contritely => μεταμελημένος,