Greek Meaning of contrition
μετάνοια
Other Greek words related to μετάνοια
Nearest Words of contrition
- contriteness => συντριβή
- contritely => μεταμελημένος
- contrite => συντετριμμένος
- contributory negligence => Συντρέχουσα αμέλεια
- contributory => συμβάλλον
- contributor => συνεισφέρων, συνεισφέρουσα
- contributive => συμβολικός
- contribution plan => Σχέδιο συνεισφοράς
- contribution => συνεισφορά
- contributing => συμβάλλοντα
Definitions and Meaning of contrition in English
contrition (n)
sorrow for sin arising from fear of damnation
FAQs About the word contrition
μετάνοια
sorrow for sin arising from fear of damnation
ενοχή,μετανόηση,Μετάνοια,συγγνώμη,συντριβή,θλίψη,μετάνοια,τύψεις,μετάνοια,Λύπη
αμετανοησία,αδίστακτος
contriteness => συντριβή, contritely => μεταμελημένος, contrite => συντετριμμένος, contributory negligence => Συντρέχουσα αμέλεια, contributory => συμβάλλον,