Greek Meaning of compunction

Τύψεις

Other Greek words related to Τύψεις

Definitions and Meaning of compunction in English

Wordnet

compunction (n)

a feeling of deep regret (usually for some misdeed)

FAQs About the word compunction

Τύψεις

a feeling of deep regret (usually for some misdeed)

αμφιβολία,ενοχή,ένσταση,Αμφιβολία,μετανόηση,Μετάνοια,δισταγμός,Συνείδηση,δυσπιστία,δυσπιστία

ψυχραιμία,διαβεβαίωση,βεβαιότητα,βεβαιότητα,εμπιστοσύνη,πεποίθηση,Σιγουριά,αυτοπεποίθηση,αυτοπεποίθηση

compulsory process => Υποχρεωτική διαδικασία, compulsory => υποχρεωτικό, compulsorily => υποχρεωτικά, compulsivity => καταναγκαστικότητα, compulsiveness => Καταναγκαστικότητα,