Greek Meaning of compunction
Τύψεις
Other Greek words related to Τύψεις
- αμφιβολία
- ενοχή
- ένσταση
- Αμφιβολία
- μετανόηση
- Μετάνοια
- δισταγμός
- Συνείδηση
- δυσπιστία
- δυσπιστία
- ερώτηση
- Σκεπτικισμός
- υποψία
- αβεβαιότητα
- απέχθεια
- μετάνοια
- διστάζω
- απροθυμία
- αμφιβολία
- αβεβαιότητα
- αδιαθεσία
- αμφιβάλλω
- δυσπιστία
- μετάνοια
- διαμαρτυρία
- απροθυμία
- ένσταση
- μετάνοια
- κράτηση
- αυτοκριτική
- ντροπή
- αβεβαιότητα
- ανησυχία
- ανησυχία
- απροθυμία
Nearest Words of compunction
- compulsory process => Υποχρεωτική διαδικασία
- compulsory => υποχρεωτικό
- compulsorily => υποχρεωτικά
- compulsivity => καταναγκαστικότητα
- compulsiveness => Καταναγκαστικότητα
- compulsively => καταναγκαστικά
- compulsive => καταναγκαστικός
- compulsion => Ανάγκη
- comptrollership => Ελεγκτική Αρχή
- comptroller of the currency => ελεγκτής νομίσματος
- computable => Υπολογίσιμος
- computation => Υπολογισμός
- computational => Υπολογιστικός
- computational linguist => Επιστήμονας της γλωσσολογίας μέσω υπολογιστή
- computational linguistics => Υπολογιστική Γλωσσολογία
- computationally => υπολογιστικά
- compute => υπολογίζω
- computed axial tomography => Αξονική τομογραφία υπολογιστών
- computed tomography => Αξονική τομογραφία
- computer => υπολογιστής
Definitions and Meaning of compunction in English
compunction (n)
a feeling of deep regret (usually for some misdeed)
FAQs About the word compunction
Τύψεις
a feeling of deep regret (usually for some misdeed)
αμφιβολία,ενοχή,ένσταση,Αμφιβολία,μετανόηση,Μετάνοια,δισταγμός,Συνείδηση,δυσπιστία,δυσπιστία
ψυχραιμία,διαβεβαίωση,βεβαιότητα,βεβαιότητα,εμπιστοσύνη,πεποίθηση,Σιγουριά,αυτοπεποίθηση,αυτοπεποίθηση
compulsory process => Υποχρεωτική διαδικασία, compulsory => υποχρεωτικό, compulsorily => υποχρεωτικά, compulsivity => καταναγκαστικότητα, compulsiveness => Καταναγκαστικότητα,