Greek Meaning of compulsively
καταναγκαστικά
Other Greek words related to καταναγκαστικά
Nearest Words of compulsively
- compulsive => καταναγκαστικός
- compulsion => Ανάγκη
- comptrollership => Ελεγκτική Αρχή
- comptroller of the currency => ελεγκτής νομίσματος
- comptroller general => γενικός ελεγκτής
- comptroller => ελεγκτής
- comptonia peregrina => Κομπτονία η ξενική
- comptonia asplenifolia => Comptonia asplenifolia
- comptonia => Κομπτόνια
- compton => Κόμπτον
- compulsiveness => Καταναγκαστικότητα
- compulsivity => καταναγκαστικότητα
- compulsorily => υποχρεωτικά
- compulsory => υποχρεωτικό
- compulsory process => Υποχρεωτική διαδικασία
- compunction => Τύψεις
- computable => Υπολογίσιμος
- computation => Υπολογισμός
- computational => Υπολογιστικός
- computational linguist => Επιστήμονας της γλωσσολογίας μέσω υπολογιστή
Definitions and Meaning of compulsively in English
compulsively (r)
in a compulsive manner
FAQs About the word compulsively
καταναγκαστικά
in a compulsive manner
παρορμητικός,καταναγκαστικός,αυτόματος,οδηγείται,ιδεοληπτικός,αυθόρμητος,επίμονος,ενστικτώδης,ακούσιος,ανεξέλεγκτος
εθελοντικός,εσκεμμένος,εκούσιος,ελεγχόμενο,διαχειρίσιμος,αυθόρμητο,ανθεκτικός
compulsive => καταναγκαστικός, compulsion => Ανάγκη, comptrollership => Ελεγκτική Αρχή, comptroller of the currency => ελεγκτής νομίσματος, comptroller general => γενικός ελεγκτής,