Greek Meaning of irrepressible

ανεξέλεγκτος

Other Greek words related to ανεξέλεγκτος

Definitions and Meaning of irrepressible in English

Wordnet

irrepressible (s)

impossible to repress or control

Webster

irrepressible (a.)

Not capable of being repressed, restrained, or controlled; as, irrepressible joy; an irrepressible conflict.

FAQs About the word irrepressible

ανεξέλεγκτος

impossible to repress or controlNot capable of being repressed, restrained, or controlled; as, irrepressible joy; an irrepressible conflict.

καταναγκαστικός,ιδεοληπτικός,καταναγκαστικός,αυθόρμητος,ανεξέλεγκτο,αυτόματος,επίμονος,οδηγείται,παρορμητικός,ενστικτώδης

εθελοντικός,εσκεμμένος,εκούσιος,ελεγχόμενο,διαχειρίσιμος,αυθόρμητο,ανθεκτικός

irrepressibility => Ακαταστασία, irrepresentable => αναπαράστατος, irreprehensible => αψεκτός, irreplevisable => ανεπίστρεπτη, irrepleviable => ανεπανόρθωτος,