Greek Meaning of unpredictable

απρόβλεπτος

Other Greek words related to απρόβλεπτος

Definitions and Meaning of unpredictable in English

Wordnet

unpredictable (a)

not capable of being foretold

Wordnet

unpredictable (s)

unknown in advance

not occurring at a regular rate or fixed intervals

FAQs About the word unpredictable

απρόβλεπτος

not capable of being foretold, unknown in advance, not occurring at a regular rate or fixed intervals

μεταβλητός,ασταθής,ασταθής,Καπριτσιόζος,μεταβλητός,ασταθής,ευμετάβλητος,διακυμάνσεις,ασυνεπής,ασταθής

βέβαιος,σταθερά,αμετάβλητος,προβλέψιμος,σταθερός,στάσιμος,σταθερός,αμετάβλητος,αμετάβλητος,μόνιμος

unpredictability => Απρόβλεπτοτητα, unpredict => απρόβλεπτος, unprecedentedly => άνευ προηγουμένου, unprecedented => άνευ προηγουμένου, unpreach => δεν κηρύττω,