Greek Meaning of dependable
αξιόπιστος
Other Greek words related to αξιόπιστος
- καλός
- αξιόπιστος
- υπεύθυνος
- ασφαλής
- υπολογίσιμος
- πιστός
- ασφαλής
- στερεός
- σταθερός
- δυνατός
- σίγουρα
- αξιόπιστος
- αξιόπιστος
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- αξιόπιστος
- επιβεβαιωμένο
- σταθερά
- αφοσιωμένος
- αποτελεσματικός
- πιστός
- γρήγορος
- άψογος
- στερεός
- ειλικρινής
- Άμεμπτος
- Αλάθητος
- άψογος
- αποδεδειγμένο
- ειλικρινής
- αποφασισμένος
- ήχος
- Αδιάβροχο
- αμετάβλητος
- σταθερός
- δοκίμασε
- Δοκιμασμένο και αληθινό
- πιστός
- αλάθητος
- αδιάψευστος
- αναμφισβήτητο
- έγκυρος
- επικυρωμένος
- Αποστάτης
- ύπουλος
- αβέβαιος
- αναξιόπιστος
- άπιστος
- αναξιόπιστος
- Επικίνδυνος
- αναξιόπιστος
- ΨΕΥΔΕΣ
- αμφιλεγόμενος
- Δολερός
- ανέντιμος
- αμφισβητήσιμος
- ύποπτος
- αμφίβολος
- αμφίβολος
- άπιστος
- ευμετάβλητος
- ύποπτος
- επικίνδυνος
- ασταθής
- ψέμα
- ψεύτης
- perfidious
- προβληματικός
- προβληματικός
- αμφισβητήσιμος
- δειλός
- Επικίνδυνο
- σκιερός
- τρεμάμενος
- ύποπτος
- προδοτικός
- αβέβαιος
- προβληματικός
- ψευδές
- ψευδής
- αμφίβολος
- επιβεβαιωμένος
- αν δοκιμαστεί
Nearest Words of dependable
Definitions and Meaning of dependable in English
dependable (a)
worthy of reliance or trust
dependable (s)
worthy of being depended on
consistent in performance or behavior
financially safe
dependable (a.)
Worthy of being depended on; trustworthy.
FAQs About the word dependable
αξιόπιστος
worthy of reliance or trust, worthy of being depended on, consistent in performance or behavior, financially safeWorthy of being depended on; trustworthy.
καλός,αξιόπιστος,υπεύθυνος,ασφαλής,υπολογίσιμος,πιστός,ασφαλής,στερεός,σταθερός,δυνατός
Αποστάτης,ύπουλος,αβέβαιος,αναξιόπιστος,άπιστος,αναξιόπιστος,Επικίνδυνος,αναξιόπιστος,ΨΕΥΔΕΣ,αμφιλεγόμενος
dependability => αξιοπιστία, depend upon => εξαρτάται από, depend on => Εξαρτάται από, depend => εξαρτάται, depeinct => απεικονίζω,