Greek Meaning of calculable
υπολογίσιμος
Other Greek words related to υπολογίσιμος
- καλός
- αξιόπιστος
- υπεύθυνος
- ασφαλής
- σταθερός
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- σταθερά
- αξιόπιστος
- πιστός
- ασφαλής
- στερεός
- σίγουρα
- δοκίμασε
- αξιόπιστος
- αξιόπιστος
- αξιόπιστος
- βεβαιωμένος
- ελεγμένο ως γνήσιο
- Υπέδαφος
- άμεμπτος
- επιβεβαιωμένο
- αφοσιωμένος
- αποτελεσματικός
- πιστός
- γρήγορος
- άψογος
- στερεός
- αθώος
- ειλικρινής
- Άμεμπτος
- Αλάθητος
- άψογος
- αποδεδειγμένο
- ειλικρινής
- αποφασισμένος
- ήχος
- Αδιάβροχο
- αμετάβλητος
- σταθερός
- δυνατός
- λέγοντας
- Δοκιμασμένο και αληθινό
- πιστός
- αλάθητος
- αδιάψευστος
- αναμφισβήτητο
- έγκυρος
- επικυρωμένος
- επαληθευμένο
- αβέβαιος
- αναξιόπιστος
- αναξιόπιστος
- Επικίνδυνος
- ψευδές
- αναξιόπιστος
- ΨΕΥΔΕΣ
- αμφιλεγόμενος
- Δολερός
- ανέντιμος
- Αποστάτης
- αμφισβητήσιμος
- ύποπτος
- αμφίβολος
- αμφίβολος
- άπιστος
- ευμετάβλητος
- επικίνδυνος
- ασταθής
- ψέμα
- ψεύτης
- perfidious
- προβληματικός
- προβληματικός
- αμφισβητήσιμος
- Επικίνδυνο
- τρεμάμενος
- ύποπτος
- προδοτικός
- ύπουλος
- αβέβαιος
- άπιστος
- προβληματικός
- ψευδής
- αμφίβολος
- ύποπτος
- δειλός
- σκιερός
- επιβεβαιωμένος
- αν δοκιμαστεί
Nearest Words of calculable
- calc-tufa => Ασβεστοϊζήματα
- calc-spar => ασβεστίτης
- calc-sinter => Υδρομαγνησίτης
- calcography => Χαλκογραφία
- calcographical => Χαλκογραφικά
- calcographic => χαλκογραφικός
- calcographer => χαλκογράφος
- calcivorous => ασβεστόφιλος
- calcium-cyanamide => Κυαναμίδιο ασβεστίου
- calcium-channel blocker => Αναστολείς διαύλων ασβεστίου
Definitions and Meaning of calculable in English
calculable (a)
able to be calculated or estimated
calculable (a.)
That may be calculated or ascertained by calculation.
FAQs About the word calculable
υπολογίσιμος
able to be calculated or estimatedThat may be calculated or ascertained by calculation.
καλός,αξιόπιστος,υπεύθυνος,ασφαλής,σταθερός,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,σταθερά,αξιόπιστος,πιστός,ασφαλής
αβέβαιος,αναξιόπιστος,αναξιόπιστος,Επικίνδυνος,ψευδές,αναξιόπιστος,ΨΕΥΔΕΣ,αμφιλεγόμενος,Δολερός,ανέντιμος
calc-tufa => Ασβεστοϊζήματα, calc-spar => ασβεστίτης, calc-sinter => Υδρομαγνησίτης, calcography => Χαλκογραφία, calcographical => Χαλκογραφικά,